- ευθυγραμμώ
- [ευθύγραμμος]ευθυγραμμίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευθυγραμμώ — βλ. ευθυγραμμίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐθυγράμμῳ — εὐθύγραμμος rectilinear figure masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυγράμμωι — εὐθυγράμμῳ , εὐθύγραμμος rectilinear figure masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)